- ψευδογραφίᾳ
- ψευδογραφίᾱͅ , ψευδογραφίαfalse accountfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδογραφίας — ψευδογραφίᾱς , ψευδογραφία false account fem acc pl ψευδογραφίᾱς , ψευδογραφία false account fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφίαι — ψευδογραφίᾱͅ , ψευδογραφία false account fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφίαν — ψευδογραφίᾱν , ψευδογραφία false account fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφίαις — ψευδογραφία false account fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
προσεπάγω — Α 1. προκαλώ επί πλέον 2. προσθέτω επί πλέον («προσεπάγει τῇ ψευδογραφίᾳ λέγων οὕτως», Γαλ.) 3. παθ. προσεπάγομαι οδηγούμαι ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπάγω «οδηγώ, επιφέρω, προκαλώ»] … Dictionary of Greek
ψευδογραφικός — ή, όν, Α [ψευδογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψευδογράφο και στην ψευδογραφία* … Dictionary of Greek